- κλειδωνιά
- η замок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλειδωνιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 12 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κονίτσης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις δυτικές πλαγιές του όρους Τύμφη, 52 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονίτσης. * * * η… … Dictionary of Greek
κλειδωνιά — η κλειδαριά: Σκούριασε η κλειδωνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Klidonia — or Kleidonia (Greek: Κλειδωνιά), accented forms: Klidoniá or Kleidoniá, is a settlement in the Ioannina Prefecture in Epirus, Greece. It is in the municipality of Konitsa. Its 2001 population was 12 for the village.Population… … Wikipedia
GR-EO20 — Datei:Flag of Greece.svg Nationalstraße 20 (Ethiniki Odos 20) Länge: ca. 150 km … Deutsch Wikipedia
Konitsa — Gemeinde Konitsa Δήμος Κόνιτσας (Κόνιτσα) … Deutsch Wikipedia
Nationalstraße 20 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.20 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek
κλειδαριά — η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από… … Dictionary of Greek
κλειδωνάς — ο [κλειδωνιά] 1. ο κατασκευαστής κλείθρων, κλειδωνιών, κλειθροποιός 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους πτηνών Parus lugubris … Dictionary of Greek
κλειδωνιάστρα — η [κλειδωνιά] η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα … Dictionary of Greek
παρακλείδιος — ον, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιον κλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.) 2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» αντικλείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείς, ειδός «κλειδί» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek